- ξώπορτα
- dış kapı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξώπορτα — η βλ. εξώπορτα … Dictionary of Greek
(ε)ξώπορτα — η η εξώθυρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώπορτα — και ξώπορτα, η (Μ ἐξώπορτα) η θύρα τής εξωτερικής εισόδου τού σπιτιού μσν. η είσοδος (χωρίς κιγκλίδωμα) στον περίβολο τού σπιτιού … Dictionary of Greek